- κολλοειδοκλασία
- ηιατρ. διαταραχή τής ισορροπίας τών κολλοειδών τού αίματος κατά τη διάρκεια παθολογικών φαινομένων, όπως τού σοκ, τής ασθματικής κρίσης, τής κνίδωσης κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdoclasie < colloϊdo- (< colloϊde «κολλοειδής»*) + -clasie (< κλάσις < κλώ «σπάω»)].
Dictionary of Greek. 2013.